σύμπνοια

σύμπνοια
η, ΝΜΑ [σύμπνους]
1. συμφωνία γνώμης, ομοφωνία, ταυτότητα απόψεων (α. «δεν υπάρχει σύμπνοια ανάμεσά τους» β. «μίαν ὁδὸν βοηθείας ταῑς καθ' ἡμᾱς ἐκκλησίαις, τὴν παρὰ τῶν δυτικῶν ἐπισκόπων σύμπνοιαν», Βασ.)
2. φρ. «ἐν ἐγαστῇ συμπνοίᾳ» — με απόλυτη ομοφωνία, συμφωνώντας απόλυτα
μσν.-αρχ.
1. συνεργασία, αλληλοβοήθεια («οὐδὲν ὁρῶ ἄνευ τῆς τῶν ὁμοφύλων συμπνοίας ἐπιτελούμενον», Βασ.)
2. έμπνευση, το να είναι θεόπνευστο κάτι («μίαν ἔμπνευσίν φησι, τοὐτέστι μίαν σύμπνοιαν», Μάξ.)
αρχ.
1. το να πνέει κάτι μαζί με κάτι άλλο («σύμπνοια τῶν φυσῶν», Αρτεμίδ. Δαλδ.)
2. σύμπτωση («τὴν σύμπνοιαν τῶν ὁρμητικών παθῶν», Ωριγ.)
3. συγκατάθεση
4. (σχετικά με οργανισμό) ομαλή λειτουργία
5. (σχετικά με το σύμπαν) ευρυθμία, αρμονία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμπνοίᾳ — συμπνοίᾱͅ , σύμπνοια breathing together fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπνοια — breathing together fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπνοια — η σύμπτωση γνωμών, ομοφωνία, ομόνοια: Συνεργάζομαι με αγαστή σύμπνοια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπνοίας — συμπνοίᾱς , σύμπνοια breathing together fem acc pl συμπνοίᾱς , σύμπνοια breathing together fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμπνοια — σύμπνοια , σύμπνοια breathing together fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπνοίαι — συμπνοίᾱͅ , σύμπνοια breathing together fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπνοίαις — σύμπνοια breathing together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπνοιαι — σύμπνοια breathing together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπνοιαν — σύμπνοια breathing together fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομονοητικός — ὁμονοητικός, ή, όν (Α) [ομονοώ] 1. αυτός που συντελεί στην ομόνοια, αυτός που επιφέρει αρμονία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμονοητικόν ομόνοια, αρμονία, σύμπνοια. επίρρ... ὁμονοητικῶς (Α) 1. με τρόπο που συμβάλλει στην ομόνοια, που επιφέρει σύμπνοια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”